αλεξητήρ — ἀλεξητήρ ( ῆρος), ο θηλ. ἀλεξήτειρα (Α) 1. αυτός που αποκρούει, που αναχαιτίζει 2. προστάτης, υπερασπιστής, πρόμαχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επαυξημένο με η θ. τού ρήματος ἀλέξω, πρβλ. μέλλ. ἀλεξήσω. ΠΑΡ. αρχ. ἀλεξητήριος] … Dictionary of Greek
ανασταλτήριος — α, ο [αναστέλλω] αυτός που προκαλεί αναστολή, που αναχαιτίζει … Dictionary of Greek
αντισηπτικός — ή, ό αυτός που προλαβαίνει ή αναχαιτίζει τη σήψη, καταστρέφοντας τους μικροοργανισμούς ή προλαβαίνοντας την ανάπτυξή τους … Dictionary of Greek
αντισπαστικός — ή, ό (Α ἀντισπαστικός, ή, όν) (Μετρ.) αυτός που ανήκει στον αντίσπαστο ή αποτελείται από αντισπάστους αρχ. ο ικανός να αναχαιτίζει … Dictionary of Greek
αστρατεία — ἀστρατεία, η (Α) [στρατεία] 1. η εξαίρεση από στρατιωτική υπηρεσία 2. η αποφυγή στρατιωτικής υπηρεσίας 3. (για την Άρτεμι) αυτή που αναχαιτίζει εισβολή … Dictionary of Greek
καθαιρετικός — ή, ὁ (Α καθαιρετικός, ή, όν) [καθαιρέτης] καταστρεπτικός, αφανιστικός αρχ. 1. αυτός που ελαττώνει, αυτός που μειώνει («καθαιρετικά φάρμακα», Γαλ.) 2. αυτός που αναχαιτίζει, αυτός που σταματά, που επιβραδύνει («καθαιρετικὸν παλμῶν», Γαλ.) 3. (το… … Dictionary of Greek
κατερυκτικός — κατερυκτικός, ή, όν (Α) [κατερύκω] πάπ. αυτός που περιορίζει, που αναχαιτίζει, ανασχετικός … Dictionary of Greek
παύσυβρις — ι, Α (πιθ. ανάγν.) αυτός που αναχαιτίζει, που εμποδίζει την ύβρι, την αυθάδεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος, < θ. παυσ(ι) τού παύω (πρβλ. παῦσις) + ὕδρις] … Dictionary of Greek
συστατικός — ή, ό / συστατικός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύσταση 2. αυτός με τον οποίο διαβιβάζεται σύσταση, καλή πληροφορία ή παράκληση για κάποιον («εἰ μὴ χρῄζομεν ὥς τινες συστατικῶν ἐπιστολῶν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) 3. αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
φραγμός — ο, ΝΜΑ, και σφραγμός Α φράχτης (α. «κιγκλιδωτός φραγμός» β. «φραγμόν παρείρυσαν ἔνθεν καὶ ἔνθεν», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. (ναυτ. στρ.) α) θαλάσσια ζώνη καθορισμένων ορίων, στο εσωτερικό τής οποίας κινούνται κατά καθορισμένες, επίσης, γραμμές τα… … Dictionary of Greek